ὑπέκκαυμ'

ὑπέκκαυμ'
ὑπέκκαυμα , ὑπέκκαυμα
combustible matter
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπέκκαυμα — αύματος, τὸ, Α [ὑπεκκαίω] 1. καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει κανείς φωτιά, προσάναμμα 2. υποτιθέμενη σφαίρα από φωτιά που περιβάλλει την ατμόσφαιρα 3. μτφ. α) η τροφή η οποία παρέχει ζωική θερμότητα β) καθετί που προτρέπει, που παρακινεί, έναυσμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”